- ψηφοθηρία
- ητο να επιδιώκει κανείς να πάρει ψήφους, το να κυνηγάει ψήφους για τον εαυτό του ή για άλλον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηφοθηρία — η, Ν το να επιδιώκει κανείς να επηρεάσει τους ψηφοφόρους και να τους προσεταιριστεί με μη έντιμα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Μάμουκα] … Dictionary of Greek
δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… … Dictionary of Greek
ψηφοθηρώ — έω, Ν θηρεύω ψήφους, διενεργώ ψηφοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek